(δίφροι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφορικός — ἐφορικός, ή, όν (Α) [έφορος] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους εφόρους τής Σπάρτης … Dictionary of Greek
ἐφορικῶν — ἐφορικός of fem gen pl ἐφορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)